- κουκουβιάζω
- κουκουβίζω αμετ.1) см. κουρνιάζω; 2) сидеть на корточках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουκουβιάζω — βλ. κουκουβίζω … Dictionary of Greek
κουκουβίζω — και κουκουβιάζω 1. (για πτηνά) κουρνιάζω («σαν περιστέρες... κι εκεί που παν να φυλαχτού τρέμουν και κουκουβίσου», Ερωτόκρ.) 2. (για πρόσ.) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από την κραυγή τών πτηνών ή < κουκούβα < λατ. cucuba… … Dictionary of Greek